- ἐκφύσεως
- ἐκφύσεω̆ς , ἔκφυσιςgrowing outfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχίαση — η, / τριχίασις, άσεως, ΝΜΑ [τριχιῶ, άω] ιατρ. ανωμαλία τής εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό τού ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα. || (μσν. αρχ.) μικρή σχισμή, ιδίως τού κρανίου αρχ. 1 … Dictionary of Greek